- βάζεις
- βάζωspeakpres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… … Dictionary of Greek
στοίχημα — το, ΝΜ [στοιχῶ] συμφωνία μεταξύ δύο προσώπων με διαφορετική ή και αντίθετη γνώμη για κάτι, βάσει τής οποίας εκείνος τού οποίου η γνώμη ή η πρόγνωση αποδεικνύεται σωστή παίρνει από τον άλλο μια αμοιβή, συνήθως ορισμένο χρηματικό ποσό νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
βάζω — έβαλα, βάλθηκα, βαλμένος 1. τοποθετώ: Έβαλα όλα τα βιβλία στη βιβλιοθήκη. 2. φορώ: Βάλε το παλτό σου για να φύγουμε. 3. προξενώ: Μη με βάζεις σε μπελάδες! 4. προσθέτω: Αν τα βάλεις όλα μαζί, τα έξοδα είναι πάρα πολλά, φρ.: Έβαλε νερό στο κρασί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοαναθρεμμένος — η, ο αυτός που είχε κακή ανατροφή, αγενής, κακομαθημένος, χυδαίος: Δεν ντρέπεσαι, κακοαναθρεμμένε, να τα βάζεις με μια δύστυχη γυναίκα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταδέχομαι — καταδέχτηκα 1. δέχομαι με ευμένεια, είμαι καταδεχτικός: Δεν καταδέχεται να κάνει παρέα μαζί μας. 2. πέφτω από την αξιοπρέπειά μου, ανέχομαι: Καταδέχεσαι να τα βάζεις με μια γυναίκα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρύγχος — το ους 1. το μπροστινό μέρος του κεφαλιού των ζώων που προεξέχει, μουσούδι. 2. η μυτερή άκρη κάποιου οργάνου ή εργαλείου: Με το ρύγχος που προσαρμόζεται στο σωληνάριο θα βάζεις κάθε βράδυ αλοιφή στο μάτι σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνετισμός — συνετισμός, ο και συνέτιση, η το να κάνεις κάποιον συνετό, να του «βάζεις μυαλό», να τον φρονηματίζεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτάνω — έφτασα, φτασμένος 1. αμτβ., βρίσκομαι τελικά εκεί όπου πήγαινα ή όπου με πήγαν, στον προορισμό μου ή σε ορισμένο σημείο της διαδρομής μου, έρχομαι κάπου: Φτάσαμε στην Τήνο. 2. είμαι κοντά, κοντεύω να έρθω, πλησιάζω, προσεγγίζω: Σε λίγο φτάνει το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χεροδύναμος — η, ο ο πολύ δυνατός στα χέρια: Μην τα βάζεις με τον Παύλο, γιατί είναι χεροδύναμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χορταίνω — χόρτασα, χορτασμένος 1. τρώγω τόσο ώσπου να μη θέλω άλλο: Μη μου βάζεις άλλο φαγητό, χόρτασα. 2. απολαμβάνω ως τον κορεσμό: Χόρτασα φέτος θέατρο. 3. κάνω κάποιον να χορτάσει: Μας χόρτασε ψευτιές. 4. παροιμ., «O λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)